- ταυροθήρας
- ο, Νζωολ. φυλή σκύλων, κν. μπουλ-τεριέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. bull-terrier και μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek